φαινυλοκετονουρία

φαινυλοκετονουρία
ή φαινυλκετονουρία, η, Ν
ιατρ. η αποβολή άφθονου φαινυλοπυροσταφυλικού οξέος με τα ούρα, η οποία προκαλεί φαινυλοπυροσταφυλική ολιγοφρενία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phenylketonuria < phenyl (βλ. φαινύλιο) + ketonuria (< ketone «κετόνη» + uria [< ούρο])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολιγοφρενία — (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας. Η μελέτη της ο. έφτασε… …   Dictionary of Greek

  • φαινυλκετονουρία — η, Ν ιατρ. βλ. φαινυλοκετονουρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”